καταμαλθακεύω

καταμαλθακεύω
καταμαλθακεύω (Μ)
καταμαλθακίζομαι*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -μαλθακεύω (< μαλθακός), τ. που παντά μόνο στο παρόν σύνθ. ρ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”